κεντιστός

κεντιστός
-ή, -ό
βλ. κεντητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεντητός, -ή, -ό — και κεντιστός, ή, ό στολισμένος με κέντημα: Καθόταν πάνω σ ένα κεντητό μαξιλάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”